Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
γεφυρωτής — ο (Α γεφυρωτής) [γεφυρώ] γεφυροποιός … Dictionary of Greek
γεφυρωτάς — γεφυρωτά̱ς , γεφυρωτής bridge builder masc acc pl γεφυρωτά̱ς , γεφυρωτής bridge builder masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)